Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

LIBIDO



   στὸν Γ. Βαρθαλίτη

Ὅ,τι ὑπολείπεται σὲ φῶς τὸ συμπληρώνεις,
ἕνα περίγραμμα ποὺ ὑπόστασι προσκτᾶται,
κι ἐκεῖ ποὺ ἡ δόξα τ’ οὐρανοῦ ἀναμετρᾶται
μὲ τὰ σαλπίσματα τῆς πιὸ ἀσελγοῦς ὁρμόνης,
ἐκεῖ τὸ σύνορο χαράσσεις κι ἀνταμώνεις
τὸ πνεῦμα ὑπήκοο στὴν ὕλη ποὺ βρυχᾶται
καὶ στὶς δυνάμεις τῆς σαρκὸς νὰ λέῃ: ἐλᾶτε!
Τώρα ἡ κραυγὴ θὰ ἐγερθῇ τῆς Ἀμυμώνης,
τώρα μιὰ δύναμι ῥευστὴ θὰ ὑπερτερήσῃ,
τώρα ἀπ’ τὸ Κτῆνος ποὺ μαινόμενο πυρέσσει
ἔχει τοῦ σύμπαντος ἡ Πρόνοια παραλύσει,
ἔχει τὸ Ἄνω κατὰ κράτος ἡττηθῆ,
ἐδῶ ἡ Αἰσχύνη κι ἡ Ἐντροπὴ δὲν ἔχουν θέσι∙
μόνο τὸ Ἔνστικτο ἀλύγιστο κι εὐθύ.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΝ


Ὑποκείμενο - κενὸ - ῥῆμα – κενὸ - ἀντικείμενο:
ἡ σιωπὴ στριμώχνεται ἀνάμεσα στὶς λέξεις∙
εὐκαιρία χρυσῆ νὰ διαλέξῃς
ἑρμηνεία νὰ δώσῃς στὸ κείμενο.

Ὑποκείμενο - κενὸ - ῥῆμα – κενὸ - ἀντικείμενο:
τόσο κενὸ κομματιασμένο!
Χρόνια ὁλόκληρα προσμένω
κάποιος νὰ μπῇ στὸ προκείμενο.

Ὑποκείμενο - κενὸ - ῥῆμα – κενὸ - ἀντικείμενο:
στοὺς πολέμους πεθαίνουν πρῶτα οἱ λέξεις∙
τὸ κενὸ περισσεύει, μπορεῖς νὰ τὸ στρέψῃς
ἀκόμη καὶ στὸν φίλα προσκείμενο.




ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

ΔΕΥΤΕΡΑ ΑΠΟΥΣΙΑ (ἀντίστροφον σοννέτον)



Ψηλὰ περνοῦσαν τῶν ἀγγέλων οἱ οὐλαμοὶ
κι ἦταν τὰ πάντα ἀπὸ ἥλιο καμωμένα,
μ’ ὅλο τὸν χρόνο σ’ἕνα βλέμμα νὰ ἐκκρεμῇ
ἡ μέρα ἐκείνη ἀποφθεγγόταν πεπρωμένα∙
ῥομφαῖες χάρασσαν ἀκτῖνες, μιὰ τομὴ
εἶχε ἀνατρέψει τὰ ὡς τοῦδε ἐγνωσμένα,
ὡς κι ὁμίχλη σου λαμπρύνοταν στιλπνὴ
λὲς κι ἀναδεύονταν ἀρχαῖα εἰωθότα
—ἀρχαιρεσίες θὰ τελοῦσαν οἱ οὐρανοί—
ὅμως ἐμένα μ’ἀποκήρυξαν τὰ φῶτα
κι ἔμεινα ἐγκάθειρκτος νὰ θέλω τὴν ἁγνὴ
μορφή σου ποὺ ἕνωνε τυχαῖα γεγονότα
μέσα σὲ σήραγγες κι ὑπόγεια ἀχανῆ,
ἐκεῖ ποὺ μύριζαν τοῦ θάνατου τὰ χνῶτα.
            



ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2015 μ.Χ.


Ὅλα παλεύουν ν’ἀνακτήσουνε ῥυθμό,
τὰ ναί, τὰ ὄχι, χωνεμένα σ’ἕνα μήπως,
ὅλα στραγγίζουν στοῦ Σεπτέμβρη τὸν ἠθμό,
στάζουν ἀκόμη ἀπ’ τοῦ Αὔγουστου τὸ λίπος.

Ὅλα μετριοῦνται καὶ μετροῦνε ποσοστά:
μήκη καὶ πλάτη, βάθη, σκόρ, αἰῶνες, χρέη,
κάτι ψιλὰ καὶ κάτι ῥέστα ποὺ χρωστᾷ
ἕνας Ἰούλιος ποὺ ἀκόμη καταρρέει.

Ὅλα μουδιάζουν στὴν αἰφνίδια βροχή,
σὰν τὰ ποντίκια ποὺ ἐπιπλέουν στοὺς ὑπονόμους,
κι ὅπως ἀλλάζει ὁ καιρὸς κι ἡ ἐποχὴ
ὅλα σηκώνουνε ἀδιάφορα τοὺς ὤμους.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ῼΔΗ Σ' ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ (ΤΟΥ ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ)

στὴ μνήμη του

Ἡ καρδιά μου πονεῖ καὶ μιὰ ζάλη ναρκώνει
τὶς αἰσθήσεις, φαρμάκι θαρρεῖς κι ἔχω πιεῖ
ἢ σὰν νἄχω στραγγίξει ὑπνοφόρο ἀφιόνι
καὶ σὲ Λήθης θαλάμους ἔχω πιὰ βυθισθῆ.
Μή θαρρῇς πὼς φθονῶ τὴ γλυκιά σου εἱμαρμένη,
τὴ χαρά μου προσθέτω στὴ δική σου χαρά,
Δρυάδα τῶν δέντρων μὲ φτερὰ ἀπ’ἀγέρι
καὶ μὲ μιὰ μελῳδία πλεγμένη
σ’ἀναρίθμητους ἴσκιους καὶ φύλλα χλωρά,
μὲ λαιμὸ σπαργωμένο ἀναμέλπεις τὰ θέρη.

Ὦ μιὰ στάλα κρασὶ ποὺ δροσιὰ ἔχει πάρει
γιὰ καιροὺς ἀφημένο σὲ βαθύσκαφτη γῆ
κι ἔχει γεῦσι τὰ ἄνθη καὶ τοῦ ἀγροῦ τὸ χορτάρι,
τῆς Προβέντσας τραγούδια καὶ τὸν ἥλιο σὰν βγῇ!
Ὦ μιὰ κούπα γεμάτη ἀπ’τὴ θέρμη τοῦ Νότου!
Μ’Ἱπποκρήνης ν’ἀφρίζῃ φλογᾶτο πιοτό,
φυσαλίδες νὰ σκάζουν στὰ χείλη καὶ νάμα
τοῦ βαμμένου στὸ κόκκινο χνότου.
Τέτοιο ἄχ νὰ πιῶ κι ἀπ’τὸν κόσμον αύτὸ
στὸ σκοτάδι ἂς χαθοῦμε τοῦ δάσους ἀντάμα.

Ἀλάργα νὰ διώξω καὶ νὰ στείλω στὴ λήθη
ὅσα εσὺ δὲν γνωρίζεις στὴ χλωρὴ φυλλωσιά,
τὴν ἀρρώστεια, τὸν πόνο, τὸ βάρος στὰ στήθη,
τῶν ἀνθρώπων τὴ γκρίνια, τὴ φριχτὴ σιχασιά.
Ἐδῶ τρεμουλιάζει ἡ φτωχὴ γκρίζα κόμη,
ἐδῶ σβήνει ἡ νιότη, ἕνα φάσμα ἀχνό,
ἐδῶ πένθος γεμίζει τὸν νοῦ κάθε σκέψι
καὶ τὰ μάτια σφαλεῖ βαρυγκῶμι,
ἐδῶ λίγο θὰ μείνῃ τὸ βλέμμα στιλπνὸ
καὶ ὅ Ἔρως μιὰ νύχτα βαστᾷ πρὶν τελέψῃ.

Ἀλάργα! Ἀλάργα! Θὰ πετάξω ὡς ἐσένα
χωρὶς τ’ἅρμα τοῦ Βάκχου ποὺ παρδάλεις τραβοῦν,
στὶς φτεροῦγες τῶν στίχων ποὺ μάτι κανένα
δὲν θωρεῖ κι ἂς νωθροὶ δισταγμοὶ μὲ κρατοῦν.
Στέκω πλάι σου κι ἔχει ἡ νύχτα μιὰ γλύκα!
Ἡ Σελήνη σὲ θρόνο ψηλὸ κυβερνᾷ,
ἀστερένιες ξωθιὲς τῆς φρουροῦν τὸ παλάτι,
μὰ ἐδῶ φῶς ἀκόμη δὲν βρῆκα,
παρεκτὸς λιγοστὸ τ’οὐρανοῦ ποὺ περνᾷ
με τ’ἀγέρι σὲ δάσους στριφτὸ μονοπάτι.

Τοὺς ἀνθοὺς δὲν θωρῶ ἀπ’τὰ πόδια μου γύρω
ὴ ποιά ὀσμὴ λιβανιοῦ στὰ κλαδιὰ κατοικεῖ,
ἀλλὰ μὲς σὲ σκοτάδια λουσμένα μὲ μύρο
ὅ,τι δίνει ὁ Μάης μαντεύω γλυκὺ
στὸ γρασίδι, στὰ θάμνα, στὴν ἄγρια ὀπώρα,
στὰ ῥόδα τοῦ ἀγροῦ, στὴ λευκὴ ξαγκαθιά,
στὶς βιολέτες ποὺ κάτω ἀπ’τὰ φύλλα ξεφτίζουν
καὶ στοῦ πρώτου παιδιοῦ του τὰ δῶρα,
στὸ κρασὶ ποὺ μὲς στ’ἄνθη παχνώνει βαθιά,
στὰ ζουζούνια ποὺ ἐν ᾧ σουρουπώνει βουίζουν.

Γροικάω στὸ σκότος κι εἶναι τόσες οἱ μνῆμες
τῶν στιγμῶν ποὺ σχεδὸν τὴ γαλήνια θανὴ
ἀγαποῦσα καλῶντας την μ’ἔμμετρες ῥίμες
στὸν ἀέρα νὰ πάρῃ τὴ στερνή μου πνοή.
Παρ’ ἄλλοτε τώρα γλυκὸ νὰ πεθάνω,
δίχως πόνο νὰ σβήσω στὴν καρδιὰ τῆς νυκτὸς
ὅσο ὁλόγυρα ἐσὺ θὰ σκορπᾷς τὴν ψυχή σου
σὲ μιὰν ἔκστασι τέτοιαν ἀπάνω!
Ἀκόμη θὰ ψάλλῃς, μὰ τίποτα ἐκτὸς
ἀπὸ χῶμα δὲν θἆμαι στὴ νεκρώσιμη ᾠδή σου.

Γέννημα ἀθάνατο ἐσύ, αἰώνιο ἀηδόνι,
δὲν σὲ πάτησαν χάμω ἀδηφάγες γενιές,
τὴ φωνή σου ἀκοῦγαν κι οἱ πανάρχαιοι χρόνοι,
κι ὁ βαθύπλουτος ῥήγας κι ὁ φτωχός του τζουτζές.
Κι ἴσως νἆταν ἡ ᾠδή σου ποὺ βρῆκε πορεία
γιὰ τῆς Ῥοὺθ τὴν καρδιὰ σὰ στὸν ξένον ἀγρὸ
τὴν πατρίδα στὸν νοῦ δακρυσμένη εἶχε φέρει.
Μὲ τὴν ἴδιαν αὐτὴ μελῳδία
παραθύρια ξανοῖγαν μαγικὰ στὸν ἀφρὸ
θαλασσῶν σὲ ἀπόκοσμα κι ἔρημα μέρη.

Ἔρημα! Ἡ λέξι ἀντηχεῖ σὰν καμπάνα
καὶ μονάχο μακρυά σου νὰ κλειστῶ μὲ καλεῖ!
Ἀντίο! Δὲν εἶναι σὰν τὴ φήμη της πλάνα
φαντασία καμμιά, σὰ ξωθιὰ ἀπατηλή.
Ἀντίο λοιπόν! Ἀχνοσβήνει ἡ τρίλια
στὰ λιβάδια πετῶντας, στὴ βουβὴ ῥεματιά,
τὴν πλαγιὰ προσπερνάει τοῦ λόφου καὶ γέρνει
νὰ θαφτῇ σὲ κοιλάδα προσήλια.
Νἆταν ὅραμα μήπως ἢ τοῦ νοῦ μου γητειά;
Σιγή! Ξύπνιος εἶμαι ἢ ὁ ὕπνος μὲ παίρνει;


ΜΕΤΑΦΡΑΣΙ: ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ


Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΔΟΞΑΖΩ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΑΣ ΥΨΗΛΟΤΑΤΟΙ...




Δοξάζω τ' ὄνομά σας, Ὑψηλότατοι,
καὶ δοῦλος σας πιστὸς τὸ γόνυ κλίνω
άφ’οὗ ἐν συνειδήσει καὶ πραότητι
μοῦ δόθηκε τὸ χάρισμα ἐκεῖνο:
τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας τὰ θαυμάσια
μὲ λόγους λυρικοὺς νὰ μεγαλύνω,
σὲ κήπους σὲ ναοὺς καὶ σὲ γυμνάσια
θὰ πλέκω τὸ στεφάνι σας μὲ κρίνο.

Γνωρίζω ἡ σοφία σας πὼς ἄπειρη
κι ἰσόθεη τὰ πάντα περικλείει
καὶ τώρα σὲ καιροὺς ποὺ τέχνη ἀνάπηρη
ἀρχαῖα καθεστῶτα καταλύει
μικρὸν ἐμέ, ἐγκώμια περήφανα
 Ἀνάγκη πὼς ὀφείλω μοῦ μηνύει
γι' αὐτὸ καὶ τοὺς χρησμοὺς σὲ στίχους ὕφανα
ν'  ἀκούγωνται στὰ ὦτα σας οἰκεῖοι.

Τοὺς χρόνους σας ὑμνῶ ποὺ ἐλεήθηκα,
στερνοὶ τοῦ πεπρωμένου κληρονόμοι,
ἀπ' ὅση ἱστορία κι ἂν διανύθηκα
σὲ Μέμφιδα, Ἐκβάτανα καὶ Ῥώμη,
στὶς Σάρδεις στὴ Σιὼν καὶ στὰ Γαυγάμηλα
τῆς δάφνης ποὺ σᾶς τύλιξε τὴν κόμη
γιὰ δόξης πεπραγμένα ἀπαράμιλλα
τὸν ἔπαινο γλυκαίνομαι ἀκόμη.

Στ’ἀπέραντα ποὺ ἱδρύσατε βασίλεια
ὑπάκους ὑπήκοος γιὰ πάντα
 θὰ εὐφραίνωμαι μονάχα μὲ κειμήλια
τὰ πρότερα θυμούμενος συμβάντα.
Στὸ ξίφος θὰ ὑποτάσσωμαι, στὴν σάρισα∙ 
ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ μία λεζάντα,
μιὰ λέξι ἀπ’τὶς τόσες ποὺ σᾶς χάρισα
στὸ βάθρο κάποιου ἔφιππου ἀνδριάντα.

Γιὰ ὅ,τι παραλείψατε ἢ πράξατε
καθένας σας,  σὰν ἔσχατος  Σωτῆρας,
γιὰ ὅσα καὶ δωρίσατε κι ἁρπάξατε
χρωστῶ εὐγνωμοσύνη ὡς τὸ γῆρας.
Δοξάζω τὸν αἰῶνα σας, Εἰδήμονες,
σπορεῖς τῆς εἱμαρμένης καὶ τῆς μοίρας
μὲ ὕμνους στροφικοὺς καὶ χρυσορρήμονες,
τῆς φόρμιγγας τὸ χάδι καὶ τῆς λύρας.

Ἐσεῖς, καὶ μόνο ἐσεῖς, ἀδιαπέραστοι,
πιὸ συμπαγεῖς ἀπ' ὅσο τὸ ἀτσάλι,
τῆς νύχτας ἡγεμόνες ἀξιέραστοι
τῆς μέρας στρατηλάτες πιὸ μεγάλοι,
ἐσεῖς, ποὺ τὰ οὐράνια καὶ γήινα
ἑνώσατε στὴν ἴδια σφαῖρα πάλι
κι ἁπλώσατε τὰ χέρια σας τὰ δρύινα
ἐπάνω ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴν κραιπάλη,

ἐσεῖς, ὧ ναί, οἱ πάντοτε ἀκέραιοι
καὶ πάντοτε φρουροὶ τῆς ἁρμονίας
ἐλπίδα οἰκοδομήσατε πιὸ στέρεη
πατέρες μιᾶς καινούργιας τυραννίας
ἐράσμιας, ποθητῆς καὶ ἀτελεύτητης
ποὺ δώσατε τὴν ὤθησι τῆς βίας
-ἐν ὅσῳ κυτταζόταν στὸν καθρέφτη της-
στὸ μέγα ἐκκρεμὲς τῆς Ἱστορίας.

Χαρίστε μου κι ἐμένα οἰκοδόμημα
ἀπόμερο καὶ ἄβατο στὰ πλήθη
θυσίες νὰ τελῶ κατὰ τὰ νόμιμα
κι ἀρχαῖα  τῶν προγόνων μου τὰ ἤθη
κι ἀφῆστε μου μεγάλη τὴν ἀπόστασι
ποὺ πάντα μεταξύ μας ἐτηρήθη,
τὴν θεία σας ὑπόσχομαι ὑπόστασι
ποτέ της νὰ μὴ νέμεται ἡ λήθη.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ


Μάρτης, βροχή, ἐπάνω μου  Καμάρα
ὀμπρέλλα ποὺ τὸ τόξο της τανύει∙
θραύεται ἐδῶ  γκρίζα σιχαμάρα,

συστέλλεται καθὼς μὲ περικλείει.
Μάρτης, βροχή, στὸ βάθος  Ῥοτόντα∙
πιὸ φουσκωμένοι ἀπ’τὸ νερό, πιὸ λεῖοι

οἱ τοῖχοι της. Στὰ πέριξ κάτι ὄντα
ποὺ τρέχουν ν’ἀποφύγουν τὶς σταγόνες. 
Νὰ τέμνωνται παράλληλα παρόντα;

Νὰ σύγκλιναν γιὰ λίγο οἱ αἰῶνες;
Τροχοί: κομμένη ἐπαίσχυντα στὰ δύο
σφαδάζει  Ἐγνατία. Χωρὶς κανόνες

 ῥυθμὸ  κυκλοφορία. Ἕνα τοπίο
ἀσύμμετρα θαρρεῖς ζῳγραφισμένο.
Τὰ χρώματα σὲ νόημα ἀναλύω,

ἐκτείνω τὶς γραμμὲς στὸ πεπρωμένο. 
Ματαίως. Τὸν ἑαυτό μου ἀναβάλλω.
Σημεῖο πιὰ φυγῆς δὲν περιμένω:

Μπροστά μου ἀνυπόφορα μεγάλο
ὑψώνεται τὸ ὄχι σου καὶ μοιάζει
τὸ χάλκινο ἀνάστημα τοῦ Τάλω

ποὺ εἴσοδο καὶ ἔξοδο μοῦ φράζει.





ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Η ΣΕΣΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ




Λένε πὼς τίποτε ἀπ’τὸ τίποτε δὲν βγαίνει
κι ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ κάθε ἀπουσία
ἴση οὐσία διατηρεῖ μ’αὐτὸ ποὺ λείπει,
πὼς ὅ,τι μέλλεται καὶ ὅ,τι ὑπῆρξε ἤδη
ἕνα παιχνίδι τῆς κλεψύδρας παριστάνει:
κοινὸ χαρμάνι ποὺ ἀλλάζει μόνο θέσι.

Μ’ἂν τὸ σκεφτεῖς, ἀλλάζει τάχα θέσι;
Ἀφ’οὗ θὰ πέσει πάλι κάτω ὅπως βγαίνει
κι ἀνεστραμμένη τὴν ῥοή του παριστάνει
μες στὴν χοάνη. Τ’ εἶναι ὅμως ἡ ἀπουσία
ἂν ὄχι ἀνεστραμμένη ἐπιστροφή; Κι ἂν ἤδη
ἔλειπε κεῖνο  ποὺ ἰσχυρίζεσαι πὼς λείπει

τί ἄλλο μένει νὰ μποροῦσε πιὰ νὰ λείπει
ἂν ὄχι ἐσὺ ἐξ ἀρχῆς; Ἄν ὄχι ἐσὺ ἀπ’τὴν θέσι
ποὺ ἐν ἀνέσει θὰ σοῦ ἐπέτρεπε ὅσα ἤδη
συνέβαιναν νὰ δεῖς; Κι ἀπ’ὅλα τοῦτα βγαίνει
πὼς εἶναι ζήτημα ὀπτικῆς ἡ ἀπουσία,
πὼς ἡ στιγμὴ ἐπὶ σκηνῆς δὲν παριστάνει

ἄλλο ἀπ’αὐτὸ ποὺ φαίνεται νὰ παριστάνει,
κι ὅσο κι ἂν φτάνει τόσο πάντοτε θα λείπει,
τόσο θὰ ἐκφεύγει τὸ παρόν, κι ἡ ἀπουσία
τῶν πρόσφορων στιγμῶν στὴν ἴδια πάντα θέσι
ὅπως τὸ κάδρο ἀποσύρεται καὶ βγαίνει
πάνω στὸν τοῖχο ἕνα τετράγωνο, ποὺ ἤδη

ὑπῆρχε μὰ δὲν ἦταν ὁρατό, ποὺ ἤδη
σχηματιζόταν σταθερά, καὶ παριστάνει
σὰν κάδρο δεύτερο καθὼς τὸ πρῶτο βγαίνει
ὅ,τι ἀπομένει ἀπ’τὸν πίνακα ποὺ λείπει:
τίποτε πέρα ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν θέσι
γιὰ νὰ χωρέσει ἴσα-ἴσα ἡ ἀπουσία,

ἕνα ἐκμαγεῖο τοῦ κενοῦ. Μ’ἂν ἡ ἀπουσία
ὁρίζει τὸ κενό, πῶς τὸ γεμίζει ἤδη;
Κι ἂν τὸ παιχνίδι μὲ τῶν λέξεων τὴν θέσι
-ποὺ σοῦ ἀρέσει- ὄντως τὰ ὄντα παριστάνει,
δὲν εἶναι πλάνη νὰ πιστεύεις ὅτι λείπει
-κι ἔτσι μιὰ λύπη ἀμφιβολίας νὰ σοῦ βγαίνει-


αὐτὸ ποὺ ἡ ἀπουσία ἀφαιρεῖ, ποὺ  βγαίνει
ἀπὸ μιὰ θέσι ὁρατὴ καὶ παριστάνει
πς χάνει τν οσία του κι δη σο λείπει;





ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΑΠΟΦΑΣΙΣ








Κάποιου ἀγγέλου τὰ φτερὰ θά  ‘χες ἀκούσει
κι οἱ ἦχοι μου στοιβάχτηκαν βουβοὶ ἐκτός σου
σὰν μιὰ ὁμίχλη συμπαγής, σὰν ἕνα ποῦσι
ποὺ θάμπωνε δυσοίωνα τὸ ἄσπρο φῶς σου.
Τώρα γιὰ λίγο θὰ σκεφτῇς τὸ τί θὰ κάνῃς
τὸ χεῖλος τοῦ ἡφαίστειου γιὰ νὰ περάσῃς,
θὰ κυτταχτῇς σὲ κάτοπτρο βαθιᾶς χοάνης
σὰν Νάρκισσος στοῦ μάγματος τὶς ἀνακλάσεις.
Καὶ θὰ διαβῇς τοῦ χείμαρρου τὴν μαύρη λάβα
ὅπως λιοντάρι τὴν στοὰ πύρινων κρίκων
χωρὶς νὰ ξέρῃς ποταμὸς σ’αὐτὸ τὸ διάβα
ἂν θἆναι ὁ Ἀχέροντας ἢ ὁ Ῥουβίκων:
ἂν σὲ δεχθοῦν σὰν νικητὴ ἢ σὰν ἀντάρτη
ἢ σὰν ἐχθρὸ σὲ σφάξουν στὶς εἰδοὺς τοῦ Μάρτη.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Ο,ΤΙ ΘΕΛΗΣΑΜΕ


στὸν Θεοδόση Βολκὼφ

Ὅ,τι θελήσαμε ἐξ ἀρχῆς: τὸ Ἀπόλυτο
στὴν πιὸ ἀμιγῆ κι ἀπρόσμικτή του φύσι,
ἕνα Ἀληθὲς τελούμενο, ἀκώλυτο,
μιὰ ἐντεῦθεν τῆς ζωῆς Ἐσχάτη Κρίσι.

Ὅ,τι θελήσαμε ἐξ ἀρχῆς: τὸ Ἀκίνητο,
τὴν ἴδια ἀκινησία ἐν κινήσει,
τὸ πεπηγός, τὸ ἑδραῖο, ἀμετακίνητο,
τ’ὁριστικὸ τὰ πάντα ποὺ θὰ ὁρίσῃ.

Ὅ,τι θελήσαμε: τὸ Ἀναλλοίωτο,
τὸ Ἕνα αὐτοπροσώπως καὶ τὸ ἐν γένει,
αὐτὸ τὸ κι ἀπ’τὴν Ἱστορία ἀδῄωτο,
μιὰ ἀρχὴ στὸ τέλος της Ἀρχὴ νὰ μένῃ,

τὸ ἐντὸς τοῦ χρόνου ἄχρονο στὸ σήμερα,
μία ἀφήγησι συνισταμένη∙
ὅ,τι θελήσαμε ἐξ ἀρχῆς μιὰ χίμαιρα:
τὸ ἀβέβαιο ποὺ βέβαιο προβαίνει. 

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

DE RERUM NATURA


















Τὰ πάντα παραδίδονται στὸ τίποτα,
στὴν ἴδια φλόγα θάνατος καὶ στάχτη
θὰ γίνουν κι εἰπωμένα καὶ ἀνείπωτα
κλωσμένα ἀπὸ τῆς Μοίρας τὸ ἀδράχτι,
τὰ ἔξυπνα, τ’ἀστεῖα, τὰ παμπόνηρα,
τὰ λάθη, τὰ σωστά, στερνὰ καὶ πρῶτα,
μαζὶ θὰ καταλήξουν μνῆμες κι ὄνειρα
καὶ μῦθοι καὶ σκιὲς καὶ γεγονότα.

Τὸ μέρος καταργεῖται ἀπ’τὴν ὁλότητα,
τὸ μέρος παύει πιὰ νὰ εἶναι μέρος,
στὸ Ἕνα ἐπιστρέφει ἀνερώτητα
καὶ σβήνεται στὸν θάνατο ὁ ἔρως.
Τὰ ὅμοια θὰ μοιάσουν μὲ τ’ἀνόμοια,
τὸ σκότος μὲ τὸ φῶς καὶ τὸ ἡμίφως,
τὴν ἴδια ταυτοχρόνως χίλια στόμια
σιωπὴ θὰ ἐκφωνήσουν ἀποκρύφως.

Οἱ ἔννοιες ἐξισώνονται αὐτόματα,
ἡ ἀλήθεια καταφάσκεται στὰ ψεύδη,
στὸ μαῦρο καὶ στὸ ἄσπρο καὶ στὰ χρώματα
ἡ ἔκπαλαι διάκρισι καθεύδει.
Ἁφὴ καὶ ἀκοὴ καὶ πᾶσα ἀντίληψι
ἐξ ἴσου ἀγωγός, πομπὸς καὶ σῆμα,
τὸ ἕκαστον τοῦ ἕκαστου περίληψι,
τὸ ἕτερον στοῦ ἕτερου τὸ σχῆμα.

Στὸ τέλος συγχωνεύονται ἀπειρόκαλα
τὸ ψέμμα κι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πλάνη
καὶ σάρκες ποὺ λατρεύτηκαν καὶ κόκκαλα
κοινὴ τὰ καταπίνει μιὰ χοάνη,
κοινὰ τὰ ὑλικὰ καὶ ἡ προέλευσι
τοῦ μίσους τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ οἴκτου,
κοινὴ θὰ μοιραστοῦνε τὴν παρέλευσι
τῆς ὅση προωρίστηκε ἰνδίκτου.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ