Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ


Μάρτης, βροχή, ἐπάνω μου  Καμάρα
ὀμπρέλλα ποὺ τὸ τόξο της τανύει∙
θραύεται ἐδῶ  γκρίζα σιχαμάρα,

συστέλλεται καθὼς μὲ περικλείει.
Μάρτης, βροχή, στὸ βάθος  Ῥοτόντα∙
πιὸ φουσκωμένοι ἀπ’τὸ νερό, πιὸ λεῖοι

οἱ τοῖχοι της. Στὰ πέριξ κάτι ὄντα
ποὺ τρέχουν ν’ἀποφύγουν τὶς σταγόνες. 
Νὰ τέμνωνται παράλληλα παρόντα;

Νὰ σύγκλιναν γιὰ λίγο οἱ αἰῶνες;
Τροχοί: κομμένη ἐπαίσχυντα στὰ δύο
σφαδάζει  Ἐγνατία. Χωρὶς κανόνες

 ῥυθμὸ  κυκλοφορία. Ἕνα τοπίο
ἀσύμμετρα θαρρεῖς ζῳγραφισμένο.
Τὰ χρώματα σὲ νόημα ἀναλύω,

ἐκτείνω τὶς γραμμὲς στὸ πεπρωμένο. 
Ματαίως. Τὸν ἑαυτό μου ἀναβάλλω.
Σημεῖο πιὰ φυγῆς δὲν περιμένω:

Μπροστά μου ἀνυπόφορα μεγάλο
ὑψώνεται τὸ ὄχι σου καὶ μοιάζει
τὸ χάλκινο ἀνάστημα τοῦ Τάλω

ποὺ εἴσοδο καὶ ἔξοδο μοῦ φράζει.





ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Η ΣΕΣΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ




Λένε πὼς τίποτε ἀπ’τὸ τίποτε δὲν βγαίνει
κι ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ κάθε ἀπουσία
ἴση οὐσία διατηρεῖ μ’αὐτὸ ποὺ λείπει,
πὼς ὅ,τι μέλλεται καὶ ὅ,τι ὑπῆρξε ἤδη
ἕνα παιχνίδι τῆς κλεψύδρας παριστάνει:
κοινὸ χαρμάνι ποὺ ἀλλάζει μόνο θέσι.

Μ’ἂν τὸ σκεφτεῖς, ἀλλάζει τάχα θέσι;
Ἀφ’οὗ θὰ πέσει πάλι κάτω ὅπως βγαίνει
κι ἀνεστραμμένη τὴν ῥοή του παριστάνει
μες στὴν χοάνη. Τ’ εἶναι ὅμως ἡ ἀπουσία
ἂν ὄχι ἀνεστραμμένη ἐπιστροφή; Κι ἂν ἤδη
ἔλειπε κεῖνο  ποὺ ἰσχυρίζεσαι πὼς λείπει

τί ἄλλο μένει νὰ μποροῦσε πιὰ νὰ λείπει
ἂν ὄχι ἐσὺ ἐξ ἀρχῆς; Ἄν ὄχι ἐσὺ ἀπ’τὴν θέσι
ποὺ ἐν ἀνέσει θὰ σοῦ ἐπέτρεπε ὅσα ἤδη
συνέβαιναν νὰ δεῖς; Κι ἀπ’ὅλα τοῦτα βγαίνει
πὼς εἶναι ζήτημα ὀπτικῆς ἡ ἀπουσία,
πὼς ἡ στιγμὴ ἐπὶ σκηνῆς δὲν παριστάνει

ἄλλο ἀπ’αὐτὸ ποὺ φαίνεται νὰ παριστάνει,
κι ὅσο κι ἂν φτάνει τόσο πάντοτε θα λείπει,
τόσο θὰ ἐκφεύγει τὸ παρόν, κι ἡ ἀπουσία
τῶν πρόσφορων στιγμῶν στὴν ἴδια πάντα θέσι
ὅπως τὸ κάδρο ἀποσύρεται καὶ βγαίνει
πάνω στὸν τοῖχο ἕνα τετράγωνο, ποὺ ἤδη

ὑπῆρχε μὰ δὲν ἦταν ὁρατό, ποὺ ἤδη
σχηματιζόταν σταθερά, καὶ παριστάνει
σὰν κάδρο δεύτερο καθὼς τὸ πρῶτο βγαίνει
ὅ,τι ἀπομένει ἀπ’τὸν πίνακα ποὺ λείπει:
τίποτε πέρα ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν θέσι
γιὰ νὰ χωρέσει ἴσα-ἴσα ἡ ἀπουσία,

ἕνα ἐκμαγεῖο τοῦ κενοῦ. Μ’ἂν ἡ ἀπουσία
ὁρίζει τὸ κενό, πῶς τὸ γεμίζει ἤδη;
Κι ἂν τὸ παιχνίδι μὲ τῶν λέξεων τὴν θέσι
-ποὺ σοῦ ἀρέσει- ὄντως τὰ ὄντα παριστάνει,
δὲν εἶναι πλάνη νὰ πιστεύεις ὅτι λείπει
-κι ἔτσι μιὰ λύπη ἀμφιβολίας νὰ σοῦ βγαίνει-


αὐτὸ ποὺ ἡ ἀπουσία ἀφαιρεῖ, ποὺ  βγαίνει
ἀπὸ μιὰ θέσι ὁρατὴ καὶ παριστάνει
πς χάνει τν οσία του κι δη σο λείπει;





ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ