Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΤΡΙΑ ΣΟΝΝΕΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ




Α
ΠΑΓΩΝΙ

Τὰ χλια μτια πνω σου, παγώνι,
σὰν ἄστρα σκοτεινιᾶς χωρὶς φεγγρι,
γιὰ βσκαμα  ῤαμμνο φυλαχτρι
στοῦ φτερωτοῦ οὐρανοῦ σου τὸ σεντνι

—γαλζιο ὑφδι, πρσινο στημνι—
ποὺ ἀνογει πανεμα ὅλο καὶ καμρι.
Κι ἂν μοῦ ᾽ριξες μεμιᾶς ὅλη τὴν χρι
σὲ μιὰ ματιὰ χιλιμματη καὶ μνη

ἀδιφορα γυρνῶ ἀλλοῦ τὸ βλμμα
γυρεοντας δυὸ κκλους ὅλο νζι
ποὺ κποτε μὲ δσανε μὲ γνμα

καὶ τποτ᾽ ἄλλο πλον δὲν μὲ νοιζει·
σὲ κποια κλασι ἀπὸ ττε πῆγα·
τὰ χλια μτια σου, παγώνι, λγα.


Β
ΚΑΛΕΣΜΑ

Χεράκια καμωμένα ἀπὸ σεντέφι
μαράθηκαν καὶ πέσανε σὰν ξύλα
ἀγάπη μόνη μένει νὰ τὰ τρέφῃ
τοῦ ἔρωτά μου κάποια ἀνατριχίλα.

Τὰ μάτια σου ἡ θλῖψι κάτω στρέφει
στὰ ὅσα ξεραμένα σέρνει φύλλα
ὁ ἄνεμος ποὺ πύκνωσε τὰ νέφη
ἀπάνω μας σὲ θάνατου μαυρίλα.

Σιμά μου μόνο γεῖρε καὶ κοιμήσου
καθὼς θὰ μᾶς αντίζουνε οἱ στάλες
κι ἀπόθεσε στεφάνι τὴν ζωή σου

στοῦ πόθου μου τὶς μαρμαρένιες σκάλες·
ἀμάραντη θὰ στέκῃ σὰν σὲ μνῆμα
θαμμένο ποὔχει τὸ παλιό μας κρῖμα.



Γ
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ

Τῆς λίμνης νούφαρα ἀρωματώδη,
ταφόπλακες ὑγροῦ κοιμητηρίου,
γενῆτε τοῦ παρθένου μου σαρκίου
νεκρόρρουχα καὶ στόλισμα γιὰ ξόδι.

Ἐμένα μὲ τυλίξαν ἐρεβώδη
τὰ σκότη τοῦ ἐπίγειού μου βίου
κι εἶμαι εἰκόνα κάποιου ἐρειπίου
ποὺ ὕστατο γυρεύει κατευόδι.

Τοῦ κύρη μου τὴν πρόσχαρη ἀγκάλη
ποὺ σβήστηκ᾽ ἀπὸ χέρι λατρεμένο
στὰ βάθη τῶν νερῶν θὰ βρῶ καὶ πάλι,

σ᾽ ἀβύσσου σπιτικὸ πλημμυρισμένο·
στ᾽ ἀμόλευτο τ᾽ ἁβρό μου τὸ λαγόνι
τὸν ᾋδη ὁ Ποσειδώνας  θ᾽ ἀνταμώνῃ.


ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ